Στις ελληνικές καλένδες παραπέμπεται για μία ακόμη φορά ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, αφού για το θέμα θα υπάρξουν αποφάσεις το 2022. Μάλιστα οι αποφάσεις αυτές θα λαμβάνουν υπόψη σειρά κριτηρίων που... θέτει η Ε.Ε μιας και υφίσταται για το θέμα κοινοτική οδηγία Επίσης θα απηχούν τις απόψεις της Τράπεζας της Ελλάδας, δηλαδή του … Γιάννη Στουρνάρα. Αυτές τις «ειδήσεις» επιφύλαξε η ενημέρωση που έκανε σήμερα στην Βουλή ο Κωστής Χατζηδάκης, κατά την διάρκεια της κοινής συνεδρίασης της Επιτροπής Ευρωπαϊκων Υποθέσεων και της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής με αντικείμενο την κοινοτική οδηγία.
Όπως προέκυψε από την τοποθέτηση του Κωστή Χατζηδάκη η κυβέρνηση για λόγους προφανώς επικοινωνιακούς, θα ξεκινήσει την διαδικασία συζήτησης για τον ορισμό του κατώτατου μισθού το επόμενο διάστημα. Όμως η συζήτηση θα γίνει σε δύο κύκλους. Έτσι ώστε από το καλοκαίρι του 2022 η κυβέρνηση να ανακοινώσει τις τελικές της αποφάσεις. Προφανώς η δικαιολογία που προβάλλει το υπουργείο Εργασίας για την διετή καθυστέρηση δεν είναι άλλη από την πανδημία.
Μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς ο Κ.Χατζηδάκης απευθύνθηκε σε ΚΙΝ.ΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζοντας ότι εφαρμόζει την νομοθεσία που τα δύο αυτά κόμματα έχουν ψηφίσει ή εφαρμόσει. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο υπουργός Εργασίας «η κυβέρνηση μετά από μία παράταση πέρσι τον Μάρτιο, μία πέρσι τον Σεπτέμβριο και άλλη μία πέρσι το Νοέμβριο, τώρα που λόγω και των εμβολιασμών φαίνεται ένα φως στο τούνελ της κρίσης, έχει αποφασίσει να ξεκινήσει σύμφωνα με τις προβλέψεις της τελευταίας νομοθετικής ρύθμισης η διαδικασία για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού με βάση τις προβλέψεις του νόμου, τον οποίο ψήφισε η Νέα Δημοκρατία με το ΠΑΣΟΚ το 2013 και στήριξε στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ, για τεσσεράμισι χρόνια που ήταν στην κυβέρνηση».
Ο Κωστής Χατζηδάκης συνέχισε λέγοντας ότι «προβλέπεται διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, προβλέπεται λήψη υπόψιν των απόψεων των κοινωνικών εταίρων, προβλέπεται λήψη υπόψιν των σχετικών θέσεων της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΚΕΠΕ, εν πάση περιπτώσει, προβλέπονται, , αυτά τα οποία διαλαμβάνει η σχετική ρύθμιση. Θα ξεκινήσει, λοιπόν, η σχετική διαδικασία, μέχρι το καλοκαίρι η διαδικασία αυτή θα έχει ολοκληρωθεί, θα γίνει η σχετική συζήτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο και από το καλοκαίρι και μετά όταν θα έχει κλείσει, όπως εμείς πιστεύουμε και όπως είμαι βέβαιος όλοι ελπίζετε, το θέμα της πανδημίας, θα ξεκινήσει ένας καινούργιος κύκλος, ώστε πια κάθε καλοκαίρι να καταλήγουμε στο ύψος του κατώτατου μισθού». Τέλος ο υπουργός αποκάλυψε τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης λέγοντας ότι «ο πρώτος κύκλος, θα είναι λαμβάνοντας υπόψιν τι έχει μεσολαβήσει στα τελευταία δύο χρόνια και τις σχετικές απόψεις των ινστιτούτων, των φορέων, των κοινωνικών εταίρων.
Ο πρώτος κύκλος θα ξεκινήσει τώρα, θα ολοκληρωθεί το καλοκαίρι και αμέσως μετά θα ξεκινήσει ο επόμενος κύκλος με στόχο να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2022 και ούτω καθεξής». Παράλληλα ο υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε και στη οδηγία της Ε.Ε για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Όπως σχολίασε ουσιαστικά δεν πρόκειται να αλλάξει το σύστημα που επικρατεί αυτή την στιγμή στην χώρα. Χαρακτηριστικά δήλωσε ότι «η Οδηγία, πρέπει να υπογραμμίσω, έχει πολλά κοινά σημεία με το σύστημα ορισμού του κατώτατου μισθού που ισχύει σήμερα στη χώρα μας και είναι λογικό αυτό, αν το καλοσκεφθείτε, διότι ο τρόπος καθορισμού είχε συζητηθεί τότε το 2013, δεν άλλαξε και μετά με τον ΣΥΡΙΖΑ, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το πρώτο κοινό στοιχείο είναι η διασύνδεση του ύψους του κατώτατου μισθού με μια σειρά κριτηρίων, τα οποία αφορούν στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ανάπτυξη, παραγωγικότητα, τιμές, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση, ανεργία, εισοδήματα, μισθοί. Αυτά είναι κριτήρια που σήμερα συμπεριλαμβάνονται στο εθνικό σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού».
Παγιώνεται η φτώχεια
Η τοποθέτηση του υπουργού, προκάλεσε τον σχολιασμό του βουλευτή του ΚΚΕ, Χρήστου Κατσώτη. Όπως επισήμανε «η Οδηγία δεν επιφέρει καμία αλλαγή ως προς το νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει τέτοιους μισθούς,ώστε η κερδοφορία τους να συνεχίζεται. Καθησύχασε και τους εφοπλιστές ότι θα διεκδικήσει την εξαίρεσή τους. Διευκρίνισε προς τους αφελείς, που ακόμα πιστεύουν στη σύγκλιση των μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι αυτό δε θα γίνει και, βεβαίως,έδωσε τα μηνύματά του για την Οδηγία, την οποία σήμερα συζητάμε.Είναι μια Οδηγία της Επιτροπής, για καθιέρωση, όπως λένε, επαρκών ελάχιστων μισθών». Πρόσθεσε πως η οδηγία «επιδιώκει να νομιμοποιήσει ουσιαστικά τους εξευτελιστικούς μισθούς, αφού αυτοί, σε κάθε περίπτωση, θα καθορίζονται από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Αποδεικνύεται, ακόμα μια φορά, ότι η οικονομική κρίση, που επιταχύνθηκε από την πανδημία, αποτελεί ευκαιρία για το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, για βαθύτερη εκμετάλλευση και αυξημένη κερδοφορία.Ο κατώτατος μισθός, σύμφωνα με την Οδηγία, θα προκύπτει υπό το φως των εθνικών οικονομιών και κοινωνικών συνθηκών και θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της παραγωγικότητας.Με λίγα λόγια, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και των επιχειρήσεων και δεθα είναι εξασφαλισμένος σε επίπεδο που να καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες».
Οι κυβερνητικές προθέσεις
Όσον αφορά τις ακριβείς προθέσεις της κυβέρνησης, σαφέστατος στην τοποθέτησή του ήταν ο ευρωβουλευτής Γιώργος Κύρτσος. Σημείωσε ότι «επειδή καταργήθηκαν δικαιώματα και δυνατότητες εργαζομένων, με 20% πτώση που είχαμε στην προηγούμενη κρίση, δεν νομίζω ότι είναι η ώρα να δώσουμε αυξήσεις, εφόσον έχουμε μία επιπλέον πτώση της Οικονομίας 10% τους τελευταίους 15 μήνες και δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα σταματήσει η πτώση, λόγω της πανδημίας». Παράλληλα αναφέρθηκε στο παρασκήνιο για την διαμόρφωση της ευρωπαϊκής οδηγίας και στις αψιμαχίες εντός Ε.Ε.
Όπως τόνισε ο Γ.Κύρτσος «Αυστρία, Δανία, Σουηδία, που είναι μεταξύ των φειδωλών, διαφωνούν με την Οδηγία, γιατί φοβούνται ότι σε κάποια φάση θα χρειαστεί μια ευρωπαϊκή υποστήριξη στον κατώτατο μισθό. Εκφράζουν τις χώρες που δεν θέλουν πρόσθετες υποχρεώσεις. Η μία κυβέρνηση είναι κεντροδεξιά και πράσινη, της Αυστρίας.Δανία και Σουηδία είναι κυβερνήσεις συνασπισμού, με σοσιαλίστριες πρωθυπουργούς. Άρα, τα λέω αυτά, γιατί το ζήτημα είναι περισσότερο οικονομικό και λιγότερο πολιτικό.Οι ανατολικοί που διαφωνούν στην Οδηγία, φοβούνται την άνοδο του κόστους εργασίας, γιατί είναι προέκταση, κυρίως, της γερμανικής βιομηχανίας»...
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΣ
Πηγή:imerodromos.gr