Tο αφήγημα των τραπεζών, αλλά εμμέσως και των δανειστών και της κυβέρνησης, που βιάζονται να βάλουν οριστικό τέλος στην προστασία της πρώτης κατοικίας, ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει πέσει θύμα κυρίως «στρατηγικών κακοπληρωτών» και ότι ο νόμος Κατσέλη πρόσφερε «υπερβολική προστασία» πλήττει ευθέως πρόσφατη... απόφαση του Αρείου Πάγου.
Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης δανειολήπτη εναντίον απόφασης εφετείου το οποίο είχε κάνει δεκτή αόριστη και χωρίς τεκμηρίωση ένσταση δόλου που είχαν υποβάλει εις βάρος του οι τράπεζες.
Ο Αρειος Πάγος έχει με άλλες δύο αποφάσεις του απορρίψει αιτήσεις αναίρεσης από πλευράς τραπεζών για αποφάσεις εφετείων που δεν αναγνώριζαν «δολιότητα» στους δανειολήπτες, όπως ισχυρίζονταν οι τράπεζες. Είναι όμως η πρώτη φορά που καταλήγει σε ανάλογη απόφαση έπειτα από αίτηση αναίρεσης του δανειολήπτη.
Οπως εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο δικηγόρος Γεώργιος Καλτσάς που χειρίστηκε την υπόθεση, «η σημασία της απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των απορριπτικών αποφάσεων από ειρηνοδικεία και πρωτοδικεία σε αιτήματα προστασίας πρώτης κατοικίας πολιτών βάσει του νόμου Κατσέλη βασιζόταν στην αοριστία των ισχυρισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων περί δολιότητας των πελατών τους. Τώρα, το ανώτατο δικαστήριο, με την απόφαση 59/2021 του Δ΄ Πολιτικού Τμήματός του, λέει ότι για να χαρακτηριστεί ένας πελάτης “δόλιος”, δηλαδή ότι περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων του από υπαιτιότητα και δόλο, θα πρέπει αφ’ ενός αυτό να το προτείνουν οι τράπεζες και όχι να το κρίνουν περίπου αυτεπαγγέλτως τα δικαστήρια και αφ’ ετέρου να το αποδεικνύουν».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι, όταν μία ή περισσότερες τράπεζες διά των δικηγόρων τους προβάλλουν στο δικαστήριο «ένσταση δόλου» εναντίον πελάτη τους που έχει προσφύγει στον νόμο Κατσέλη, θα πρέπει να αναφέρουν συγκεκριμένα: το αρχικό και το τελικό ύψος των δανείων που έχει συμφωνήσει, το πότε τα πήρε, τι εισοδήματα είχε όταν τα πήρε, τι δόσεις όφειλε να καταβάλει, ποια ήταν τα έξοδα διαβίωσης και οι πραγματικές οικονομικές του δυνατότητες όταν συνήψε τα δάνεια, ώστε να κριθεί αν πράγματι είχε προχωρήσει σε αλόγιστο δανεισμό με επίγνωση ότι κάποια στιγμή θα αδυνατούσε να τον εξυπηρετήσει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εφετείο στο οποίο είχαν προσφύγει δύο από τις τρεις πιστώτριες τράπεζες δανειολήπτη που είχε προσφύγει στον νόμο Κατσέλη, εξέτασε την ένσταση δόλου παρότι οι τράπεζες δεν είχαν φέρει κανένα από τα παραπάνω στοιχεία και γι’ αυτό ο Αρειος Πάγος δέχτηκε την αναίρεση της απόφασής του «διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010» (ν. Κατσέλη).
Το ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτό ως δεύτερο λόγο αναίρεσης την ανεπαρκή αιτιολόγηση ως απόδειξη «δολιότητας» για το γεγονός ότι ο δανειολήπτης μεταβίβασε ακίνητο (οικόπεδο) αξίας 16.000 ευρώ, όπως επικαλέστηκαν οι τράπεζες. Ο Α.Π., ωστόσο, έκρινε ότι κακώς το δικαστήριο αποδέχθηκε ως τεκμήριο «δολιότητας» αυτή την πώληση, από τη στιγμή που ο δανειολήπτης είχε άλλα ακίνητα, πολύ μεγαλύτερης αξίας στην κατοχή του.
Για την Ιστορία, αναφέρουμε ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης προσέφυγε στον νόμο Κατσέλη το 2012 για την προστασία της κύριας κατοικίας του έναντι δανείων αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων που είχε συνάψει την προ μνημονίων δεκαετία. Τα δάνεια έπαψαν να εξυπηρετούνται από τον δανειολήπτη από το 2011, όταν το εισόδημά του συρρικνώθηκε δραματικά. Η προσφυγή του εκδικάστηκε το 2014, εναντίον της θετικής πρωτόδικης απόφασης προσέφυγαν δύο τράπεζες, των οποίων οι εφέσεις συνεκδικάστηκαν, με αρνητική για τον δανειολήπτη έκβαση.
Εναντίον της εφετειακής απόφασης άσκησε αναίρεση ο δικηγόρος του δανειολήπτη Γ. Καλτσάς το 2019, με αποτέλεσμα την τελική κρίση του Αρείου Πάγου, που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τις τουλάχιστον 40.000 εκκρεμείς υποθέσεις του νόμου Κατσέλη. Οπως επισημαίνει ο δικηγόρος Γ. Καλτσάς, «η απόφαση δημιουργεί ισχυρότατο νομολογιακό προηγούμενο για χιλιάδες δανειολήπτες, καθώς πολλά δικαστήρια δέχονταν ενστάσεις δόλου από πλευράς των τραπεζών που στη συντριπτική τους πλειονότητα, πάνω από 90%, είχαν τα χαρακτηριστικά της αοριστίας που έκρινε απαράδεκτα ο Αρειος Πάγος»...
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
efsyn.gr