Εκτεταμένο ρεπορτάζ για την εκδίκαση της αγωγής SLAPP του Γρηγόρη Δημητριάδη εναντίον της «Εφημερίδας των Συντακτών», των Reporters United και του Θανάση Κουκάκη είχε ο βρετανικός Guardian...
Στο ρεπορτάζ της Έλενα Σμιθ, τονίζει ότι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης που αποκάλυψαν το σκάνδαλο υποκλοπών που συγκλόνισε την κεντροδεξιά κυβέρνηση της Ελλάδας εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, χαρακτηρίζοντας το συμβάν «κρίσιμη ημέρα για την ελευθερία του Τύπου» στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζει ότι η μήνυση του ανιψιού του πρωθυπουργού και επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, ήρθε «μετά τις αποκαλύψεις των μέσων ενημέρωσης ότι γίνονταν υποκλοπές σε τηλέφωνα πολιτικών, επιχειρηματιών και προσώπων των μέσων ενημέρωσης». Επισημαίνει ότι οι οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου έχουν χαρακτηρίσει «επαίσχυντη», ενώ ο Γρηγόρης Δημητριάδης κινήθηκε νομικά μια μέρα πριν απομακρυνθεί από τη θέση του λόγω του σκανδάλου υποκλοπών που αποκαλύφθηκε τον Αύγουστο του 2022.
Επισημαίνει ότι το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI) και άλλοι οργανισμοί χαρακτήρισαν την αγωγή «εκπληκτικό παράδειγμα στρατηγικής αγωγής κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP), αλλά και απόπειρα παρεμπόδισης και καταστολής του ερευνητικού ρεπορτάζ για θέμα σημαντικού δημόσιου ενδιαφέροντος».
Αναφέρεται επίσης στην κατάθεση στη δίκη του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου, που υπογράμμισε ότι «ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε αυτή την υπόθεση σκιά πάνω στην κυβέρνησή μας».
Και σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τονίζει ότι διερευνητική αποστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε πρόσφατα την αδύναμη νομοθεσία για τον Τύπο, την αυτολογοκρισία και την αισθητή απουσία πλουραλισμού σε ένα έθνος όπου φιλικοί προς την κυβέρνηση πλουτοκράτες παραδοσιακά κατέχουν μέσα ενημέρωσης, γεγονός που διακυβεύει την ανεξαρτησία του Τύπου.
Τονίζει δε ότι ότι μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να δέχεται επαίνους για οικονομικές ή άλλες μεταρρυθμίσεις, ωστόσο επικρίνεται για μια «συντονισμένη προσπάθεια να “ελεγχθεί το μήνυμα” μέσω της χορογραφικής κάλυψης του Τύπου».