Σε έναν χρόνο συμπληρώνεται μισός αιώνας από την πτώση της δικτατορίας και την αφετηρία της μακράς περιόδου της Μεταπολίτευσης. Από τότε έχει κηρυχτεί πολλές φορές το «τέλος της Μεταπολίτευσης», ενώ άλλες τόσες έχουν αναλυθεί τα «τρωτά σημεία» του δημοκρατικού καθεστώτος που οικοδόμησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και συνέχισε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Με... τις χτεσινές εκλογές όμως ανατρέπονται οριστικά οι βασικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης και ανοίγει ο δρόμος για μια νέα περίοδο που θα αποτελεί επώδυνη συνέχεια όσων ζήσαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Αυτή η ήττα της Μεταπολίτευσης σημαδεύεται πρώτα πρώτα από τη συντριπτική επικράτηση της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενός κόμματος που μετασχημάτισε ο ίδιος σε ένα απολύτως προσωποπαγή οργανισμό από το 2016 που κατέλαβε τη θέση του προέδρου και φρόντισε να εγκαταστήσει μηχανισμούς ασφυκτικού ελέγχου, μη διστάζοντας να αποκλείσει ακόμα και την αδελφή του από τον αρχικό ηγετικό πυρήνα που επέλεξε. Αλλά δίπλα στη Ν.Δ. αναδεικνύεται πλέον το τρικέφαλο σχήμα της Ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες η Δεξιά με τις παραφυάδες της να ξεπερνά το 50% του εκλογικού σώματος.
Διαφημιστής του Κασιδιάρη
Η ευθύνη για την εκλογική επιτυχία των «Σπαρτιατών», κόμμα-βιτρίνα του νεοναζί Κασιδιάρη, και η αισθητή παρουσία των ακροδεξιών σχημάτων ανήκει χωρίς αμφιβολία στον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, πίσω από τις «αντιναζιστικές» νομοθετικές πρωτοβουλίες του που λειτούργησαν ως διαφημιστική εκστρατεία του Κασιδιάρη, μετέτρεψε σε κεντρικά προεκλογικά ζητήματα όλα τα συνθήματα της ακροδεξιάς ατζέντας (φράχτης Εβρου, «λαθρομετανάστες», μουσουλμανική μειονότητα).
Η άλλη πλευρά της ίδιας επικράτησης εικονίζεται στην καταβαράθρωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία μάταια θα επιχειρήσει κανείς να ερμηνεύσει μόνο με τα κλασικά αναλυτικά εργαλεία της κομματικής διαπάλης. Το παράδοξο στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτή οφείλεται στη μεγάλη επιτυχία του την περίοδο 2012-2019, αλλά και στη συντριπτική υπεροχή της προσωπικότητας του Αλέξη Τσίπρα απέναντι στην εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στις τελευταίες μέρες της προεκλογικής περιόδου που εξέθεσαν τους σχεδιασμούς του κ. Μητσοτάκη για να αποφύγει πάση θυσία το ντιμπέιτ με τον κ. Τσίπρα.
Ολα τα τελευταία χρόνια ο απόλυτος έλεγχος των μέσων ενημέρωσης οδηγούσε σε μια συνεχή δυσφήμηση της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια διαρκώς αναπαραγόμενη προπαγάνδα εναντίον του Αλέξη Τσίπρα. Μ’ άλλα λόγια, αυτά τα μέσα φρόντιζαν απλώς βιαστικά βιαστικά να καλύπτουν τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη (ενδεικτικά θυμηθείτε το πρωτοσέλιδο των «Νέων» που αποφαινόταν από τις 30.9.2022 «Υποκλοπές τέλος») και κυρίως να δαιμονοποιούν τα πεπραγμένα και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με τρόπο που παλιότερα έκαναν μόνο φυλλάδες τύπου «Αυριανή».
Κι αυτό δεν γινόταν επειδή απλώς είχε φροντίσει ο κ. Μητσοτάκης να επιβραβεύει με κρατικά χρήματα τους δημόσιους υποστηρικτές του (βλ. λίστα Πέτσα), αλλά κυρίως επειδή ο στενός πυρήνας των μεγαλοεπιχειρηματιών που ελέγχουν τα μέσα αυτά σχεδόν ταυτίζεται με εκείνους που αναλαμβάνουν τα μεγάλα έργα και συνδέονται άμεσα με την κρατική χρηματοδότηση.
Το ενδεχόμενο μιας νέας επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προκάλεσε μια πρωτοφανή Ιερή Συμμαχία μεγαλοεπιχειρηματιών που κατά τα άλλα είναι ανταγωνιστές και με τη βοήθεια των περιορισμών της πανδημίας διαδόθηκε στους πολίτες ένας αντιαριστερός φόβος που δεν τον είχαν ζήσει οι γενιές της Μεταπολίτευσης.
Από αυτή την άποψη ο κ. Μητσοτάκης αναδείχτηκε σε πραγματικό ηγέτη της Νέας Δεξιάς. Μπορεί να ισχύουν κατά γράμμα όσα του έχουν κατά καιρούς καταλογιστεί από αυτές τις στήλες (απάτη με την πτυχιακή στο Χάρβαρντ, παταγώδης αποτυχία στον ιδιωτικό τομέα, ακραίος πολιτικός καιροσκοπισμός), αλλά ακριβώς αυτή του η άνεση να κινείται έξω από τις αρχές της μεταπολιτευτικής ελληνικής Δεξιάς τού επιτρέπει να λειτουργεί με τον τρόπο που ζήσαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια, διεκδικώντας άνευ αντιπάλου τον ρόλο ενός Ελληνα Ορμπαν.
Ο ρόλος Ανδρουλάκη - Κουτσούμπα
Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί κανείς να μη σημειώσει ότι σ’ αυτή την οδυνηρή εξέλιξη έπαιξε ρόλο -δευτερεύοντα βέβαια- η επιλογή του κ. Ανδρουλάκη και του κ. Κουτσούμπα να αποδυθούν σε έναν διμέτωπο αγώνα που λειτούργησε βέβαια αποκλειστικά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον εκείνος που κυβερνούσε ήταν η Ν.Δ.
Οσο κι αν θεωρηθεί -και είναι- εντελώς δυσοίωνο το πολιτικό μέλλον της χώρας με βάση τους νέους συσχετισμούς που ανέδειξαν οι χτεσινές κάλπες, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι θα λειτουργήσει και ως σοκ για τους πολίτες που δεν έχουν χάσει ακόμα την πίστη τους στη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης.
Οι παλιοί θυμούνται ένα γελοίο σύνθημα που ακούστηκε στην πρώτη πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου στις 24 Νοεμβρίου 1974: «Λαέ ντροπή σου, για την εκλογή σου». Το αστείο είναι ότι πολλοί από όσους φώναζαν αυτό το γελοίο σύνθημα είχαν ψηφίσει Καραμανλή μία βδομάδα νωρίτερα, εφόσον η Ν.Δ. είχε φτάσει στο πρωτοφανές 54,37%. Ωστόσο έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο διατυπωνόταν ο φόβος της επιστροφής σε προδικτατορικές μορφές διακυβέρνησης από τη Δεξιά, από το κόμμα της ΕΡΕ, που ακόμα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν θέλησε να αναβιώσει.
Δεν μπορεί κανείς ακόμα να γνωρίζει αν με τις χτεσινές εκλογές γίναμε περισσότερο Ευρώπη, εφόσον Δεξιά και Ακροδεξιά εκφράζουν σήμερα την πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών. Το σίγουρο είναι ότι οι δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης έχουν χρέος να μην επιτρέψουν την πλήρη επικράτηση ενός Ορμπαν στη χώρα μας και όσοι νοσταλγούν τη χούντα ή έστω και την ΕΡΕ δεν πρέπει να αισθανθούν κυρίαρχοι. Ο πρώτος λόγος σ’ αυτόν τον αγώνα ανήκει βέβαια στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Αλλά εδώ θα κριθεί και το όποιο μέλλον του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ.
Δημήτρης Ψαρράς
efsyn.gr