Νόρα Ράλλη
Το παρόν κείμενο είναι ακόμα ένα κείμενο. Ακόμα ένα απ' όσα ανήκουν στην παρούσα στήλη, που «γεμίζει» κάθε Σάββατο ανελλιπώς εδώ και δέκα χρόνια, δίχως ούτε μία εξαίρεση.
Μεταξύ...μας αν κάποιος μου έλεγε «κοπελιά, επί δέκα χρόνια, πέραν όλων των άλλων, θα γράφεις κάθε βδομάδα κι ένα χρονογράφημα», το λιγότερο θα χαμογελούσα από οίκτο («τι λέει ο κακομοίρης» τύπου), το περισσότερο θα συνεργαζόμουν με την πλησιέστερη μονάδα εντατικής οραματίτιδας, καθώς θα ήταν απολύτως βέβαιο πως έβλεπε οράματα ο δύσμοιρος και κρίμα, μωρέ, να το σώσουμε το παιδί.
Προφανώς το έφεραν η μοίρα και τα χρόνια, και οι λέξεις, τα σημεία στίξης, οι εμπνεύσεις και οι σκέψεις κάπως γίνεται και βρίσκουν τη θέση τους εδώ μέσα - τα υπόλοιπα (κούραση, άγχος ή χαρά) είναι δική μου δουλειά και δεν απασχολούν κανέναν. Το μόνο βέβαιο είναι πως τόσο καιρό (και θα δείξει πόσο ακόμα) το παρόν κείμενο είναι ακόμα ένα κείμενο. Πάμε τώρα στην ουσία: γιατί κάποιος να συνεχίζει να κάνει κάτι που είναι απλώς «κάτι ακόμα»;
Το πότε έγινε η αρχή δεν με πολυενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει η πρώτη καταγραφή: και αυτή έγινε από τον Ομηρο (όποιος κι αν ήταν, αν τελικά ήταν) στην Ιλιάδα. Με 15.693 στίχους ο Ομηρος καταπιάνεται με ένα κεντρικό θέμα: την μήνιν του Αχιλλέως. Το επικό ποίημα ξεκινά με την οργή του Αχιλλέα, επειδή ο Αγαμέμνων τού πήρε τη Βρισηίδα, κόρη του Πρίαμου, πρώην πριγκιποπούλα πόλης δοξασμένης που λάφυρο έγινε στων Αχαιών τα χέρια. Δεν θύμωσε με εχθρό ο μέγας Αχιλλέας τόσο που ν' αξίζει ο θυμός του έπος να γραφεί - με δικό του σύντροφο και συναγωνιστή θύμωσε. Για το ποιος θα πάρει ένα λάφυρο. Ενα κορμί. Που δεν ανήκε σε κανέναν από τους δύο.
Σπουδαίος μα και αλήτης καθώς ήταν ο Ομηρος (όποιος κι αν ήταν, αν τελικά ήταν) μπορεί να ξεκινάει έτσι την Ιλιάδα, μα μήτε Αχιλληίδα την είπε, μήτε τον Αχιλλέα (που τόσο μέγας ήταν -και ήταν- που να αξίζει ο θυμός του έπος να γραφεί) έβαλε σε βάθρο: με την οργή του προς συναγωνιστή δικό του ξεκινά, μα με τον θρήνο του τελειώνει, και μάλιστα σιμά με τον χειρότερο εχθρό του: σαν ο Πρίαμος, ηλικιωμένος, ηττημένος κι αποτελειωμένος πλέον βασιλιάς της Τροίας, πάει να του ζητήσει γονατιστός το χυδαία, άδικα κι αμαρτωλά ατιμασμένο πτώμα του γιου του Εκτορα -που όχι μόνο δεν υπολειπόταν σε ανδρειοσύνη του γιου της Θέτιδας, μα καλύτερός του ήταν, καθώς γι' αξίες ανώτερες πολέμησε-, τότε ο Αχιλλέας τα χάνει.
Ικέτης ο βασανισμένος βασιλιάς, το χέρι του στο γόνατο του ημίθεου ακουμπά και με λόγια στιβαρά στο νόημα, γεμάτα θρήνο όμως, για το σώμα του νεκρού παιδιού του εκλιπαρεί. Ο κακομαθημένος υβριστής (μα και μέγας νικητής) Αχιλλέας κερδίζεται. Ηττάται. Από τον στιβαρό θρήνο του γερο-βασιλιά. Και τότε ο Ομηρος (μας) δίνει το οριστικό χτύπημα και μας τελειώνει: ο Αχιλλέας απομακρύνει το χέρι του γέροντα από τα γόνατά του και θρηνεί (βαθιά, τραγικά) με τον εχθρό του. Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον εχθρό του σε μια τρομερή στιγμή που και οι δύο αντικρίζουν την κοινή μοίρα των ανθρώπων.
Προχθές δεν έγινε «κάτι ακόμα» (μεταξύ μας, αν δεν είσαι στο «περίπου», δεν είσαι ποτέ «κάτι ακόμα»). Προχθές δεν τελείωσε ο Τσίπρας. Ο Μητσοτάκης τελείωσε. Εσβησε μονομιάς μαζί με άλλους, ακροδεξιούς, φιλοδεξιούς και αριστεροβοσκούντες. Ετερόφωτοι, όλοι τους, ήταν. Φάνηκε ήδη, κι απολύτως ξεκάθαρο θα γίνει, ταχύτατα. Κοινό εχθρό είχαν, καθώς κάποιον που ως αυτοί δεν ήταν. Από γενιά δεν καταγόταν, ανθρωπινός ήτανε, με λάθη και ιδέες - δεν το(ν) άντεχαν! Μα τόσο χυδαίοι, φτηνοί και λίγοι όπως είναι, αμέσως το έδειξαν. Η δήλωση Μητσοτάκη για τον Τσίπρα (από κοντά κι ο παραπάνω συρφετός) το απέδειξε καθάρια. Κρυστάλλινα... Πόσο (δεν) μας ξέρεις, Ομηρε...
«Μακάρι ποτέ να μη μάθεις ποιος είσαι» λέει η Ιοκάστη στον Οιδίποδα. Μακάρι ποτέ να μη μάθεις ποιος είσαι, αν μήτε τώρα δεν το έμαθες, λαέ μου.
Efsyn.gr